- βουρλιά
- η [βούρλο]1. το βούρλο2. συστάδα, τούφα από βούρλα3. σκοινί κατασκευασμένο από βούρλα4. αρμαθιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουρλιά — η 1. τούφα από βούρλα, από φυτά του βάλτου: Οι μπεκάτσες κρύβονται στις βουρλιές. 2. αρμαθιά όμοιων πραγμάτων που είναι περασμένα σε βούρλο: Έφαγε μια βουρλιά σύκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… … Dictionary of Greek
σπαρτσίνα — η, Ν σχοινί από σπάρτο, βουρλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λέξη ιταλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek
σχοινιά — ἡ, Α [σχοῑνος] 1. συστάδα σχοίνων, βούρλων, βουρλιά 2. περίβολος πόλεως ή τμήματος πόλεως, περιτειχισμός («τὰ ἐρείπια τῆς σχοινιᾱς», Στράβ.) … Dictionary of Greek
năvârlie — năvîrlíe ( íi), s.f. – (Munt.) Nebunie, sminteală, capriciu, glumă. bg. vărlŭ turbat , vărluvam a turba , cf. ngr. βούρλια glumă ; nă poate fi sl., cf. rut. naverle pe dos , sb. navrlje răsucit (Tiktin), sau expresiv, ca în nătă sau năvleg. – Der … Dicționar Român